- τετρανδρία
- η, Νβοτ. περίπτωση άνθους το οποίο φέρει τέσσερεις ελεύθερους στήμονες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrandria < τετρ(α)-* + -ανδρία (< ἀνήρ, ἀνδρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].
Dictionary of Greek. 2013.